- τιθώνιος
- -α, -ο, Νφρ. «τιθώνια βαθμίδα» ή, απλώς, «το τιθώνιο»γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού ανώτερου ιουρασικού και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της στην κεντρική και νότια Ευρώπη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιθώνιο — το, Ν γεωλ. βλ. τιθώνιος … Dictionary of Greek